paramythi-to koritsaki me ta spirta

Πριν από 172 χρόνια ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έγραψε την πιο συγκινητική Χριστουγεννιάτικη ιστορία «Το «κοριτσάκι με τα σπίρτα».

Διαφήμιση

«Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα» του Δανού ποιητή και παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1845 και αποτελεί μία από τις πιο γνωστές και αγαπημένες ιστορίες του. Είναι ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας παιδικής λογοτεχνίας. Μελαγχολικό μα τόσο αληθινό, ένα παραμύθι που ευαισθητοποιεί τα παιδιά να δείξουν αγάπη και συμπόνια σε όσους έχουν ανάγκη, ένα παραμύθι που μας μιλάει για τα όνειρα και την ελπίδα ενός φτωχού κοριτσιού που προσπαθεί να επιβιώσει από το τσουχτερό κρύο μια παραμονή πρωτοχρονιάς…

Ήταν Δεκέμβριος, η τελευταία ημέρα του χρόνου. Χιόνιζε ασταμάτητα και η μεγάλη πόλη είχε σκεπαστεί με ένα κατάλευκο πέπλο, ενώ το σούρουπο έπεφτε μουντό. Στους χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι με φανταχτερά πακέτα και δώρα. Μα κανείς δεν έδινε σημασία στο κοριτσάκι με τα σπίρτα!

Άδικα η μικρή ορφανή διαλαλούσε τη φτωχική πραμάτεια της και σίμωνε δειλά τους περαστικούς, ζητώντας με σβησμένη φωνή να αγοράσουν ένα κουτί σπίρτα. Άδικα ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε, πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει, αφού δεν είχε κανένα στον κόσμο. Δεν είχαν ώρα για μία πλανόδια πωλήτρια. Νύχτωνε και όλοι βιάζονταν να επιστρέψουν στα ζεστά τους σπίτια, στην οικογενειακή θαλπωρή, στο γιορτινό τραπέζι με τις χίλιες λιχουδιές, στο καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Οι διαβάτες, τυλιγμένοι στα ζεστά πανωφόρια τους, με τα μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ως τα αυτιά και τις εσάρπες γύρω από το λαιμό, έτρεχαν κρατώντας πακέτα στα γαντοφορεμένα τους χέρια, ενώ η ζεστή ανάσα τους άχνιζε στον παγωμένο αγέρα. Οι καρότσες περνούσαν βιαστικά και οι ρόδες τους άφηναν βαθιές αυλακιές στο χιονισμένο δρόμο. Τα άλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικά πάνω στο λιθόστρωτο και τα πέταλά τους τίναζαν λάσπη και μισολιωμένο χιόνι.

Ξαφνικά, μια άμαξα πέρασε τόσο γρήγορα που η μικρούλα μόλις που πρόλαβε να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου. Και όπως η παιδούλα γλιστρούσε στο χιόνι, το ένα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ενώ τα σπίρτα ξέφυγαν από την ποδιά της και σκορπίστηκαν δεξιά και αριστερά στον υγρό δρόμο.

Το κοριτσάκι γονάτισε στο χιόνι και άρχισε να μαζεύει ένα – ένα τα μουσκεμένα σπίρτα. Αυτά ήταν όλο το βιός και όλος ο κόσμος της. Γονείς, σπίτι, οικογένεια δεν ήταν παρά μία μακρινή ανάμνηση για τη φτωχή ορφανή. Μόνη της περιουσία, τα νοτισμένα από το χιόνι ξυλάκια, τα μουσκεμένα σπίρτα.

Τρέμοντας από το κρύο μέσα στα φθαρμένα ρουχαλάκια της, με τα ποδαράκια γυμνά μέσα στο χιόνι, η μικρούλα μάζευε με τα ξυλιασμένα από το κρύο χεράκια ένα – ένα τα σπίρτα και τα ξανάχωνε προσεκτικά στον κόρφο της. Το χιόνι έπεφτε πυκνό πάνω στα απαλά μαλλάκια, βρέχοντας τις πυρόξανθες μπούκλες που κολλούσαν στο ωχρό προσωπάκι της.

Και όπως μάζευε βιαστικά τα σπίρτα, ένα αγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, είδε το ξύλινο τσόκαρο, έσκυψε, το πήρε και έφυγε γοργά, για να το δώσει στην αδερφούλα του, να το κάνει κούνια για την κούκλα της. Η μικρούλα είδε το τσόκαρό της να χάνεται πριν προλάβει καν να μιλήσει.

paramythi-to koritsaki me ta spirta

Αναστενάζοντας απογοητευμένη, η μικρούλα με τα σπίρτα ανασηκώθηκε και ξαναπήρε τη στράτα, σέρνοντας βαριά τα βήματά της. Ένιωθε πια βασανιστικά το κρύο, την κούραση, την πείνα, μα δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί σπίρτα από το πρωί. Πώς να γυρίσει νηστική, χωρίς ούτε ένα ξεροκόμματο, πίσω στην παγωμένη τρώγλη;

Αλλά πάλι, ποιος θα αγόραζε σπίρτα τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς; Όλοι είχαν τα πάντα περισσά. Οι δρόμοι είχαν τώρα ερημώσει. Από τις σφαλιστές εξώθυρες ακούγονταν κάλαντα, τραγούδια και γέλια, πίσω από τα φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τα στολισμένα δέντρα και απ’ όλα σχεδόν τα σπίτια έβγαινε μια ωραία ευωδία από τη χήνα, που έψηναν για το αποψινό γλέντι. Αυτό βέβαια την έκανε να κοντοστέκεται εδώ κι εκεί και να μυρίζει την ορεχτική οσμή της ψητής χήνας και των γλυκών.

Το κοριτσάκι προχώρησε στη γωνιά του δρόμου και, μαγεμένη λες, κοντοστάθηκε κάτω από τον αναμμένο φανοστάτη. Από το παράθυρο κάποιου σπιτιού έβλεπε ένα δωμάτιο με χριστουγεννιάτικες γιρλάντες και στολίδια και μία τρυφερή μανούλα να ταΐζει με στοργή και απέραντη αγάπη την κορούλα της.

Τα ματάκια της βούρκωσαν. Αποκαμωμένη και μελαγχολική κούρνιασε στο πλατύσκαλο της βαριάς πόρτας, που τη στόλιζαν στεφάνια και γιρλάντες από γκι και ου. Τότε κοντοζύγωσε δειλά ένα αδέσποτο σκυλάκι. Η καρδιά της μικρής σπάραξε. Δεν είχε τίποτε να το φιλέψει, ούτε μία μπουκιά φαγητό να μοιραστεί μαζί του. Μόνο χάδια μπορούσε να του δώσει και λόγια παρηγοριάς. Η ώρα περνούσε και το κρύο γινόταν όλο και πιο διαπεραστικό. Κανείς δεν θα αγόραζε πια σπίρτα. Αν άναβε ένα, ένα μονάχα, για να ζεστάνει στη φλογίτσα του τα ξυλιασμένα δάχτυλά της;

Καθώς άναψε το σπίρτο, με τα μάτια της φαντασίας της η μικρούλα είδε μες στη λάμψη του, μια εικόνα γεμάτη ομορφιά, ζεστασιά τρυφερότητα και ευτυχία. Καταμεσής του δρόμου, λέει, ανάμεσα στα ψηλά σπίτια με τις χιονισμένες στέγες και τις καμινάδες που καπνίζουν, έστεκε ζεστή και πυρακτωμένη μια αναμμένη σόμπα από μαύρο μαντέμι. Οι φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες και πελώριες μέσα από τη μισάνοιχτη πορτούλα και μια τσαγιέρα με ευωδιαστό τσάι άχνιζε στη φωτιά, ενώ μία τρυφερή γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στο μαλακό χαλάκι. Ύστερα η φλόγα του σπίρτου τρεμόπαιξε κι έσβησε.

Η μικρούλα δεν δίστασε διόλου. Πήρε ένα δεύτερο σπίρτο, το έτριψε με δύναμη και στα μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ένα πλούσια στρωμένο γιορτινό τραπέζι. Πάνω στο φρεσκοσιδερωμένο κεντητό λινό τραπεζομάντηλο, η ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα ευωδίαζε στην πιατέλα, η σούπα άχνιζε στη σουπιέρα και τα αφράτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο και μυρωδικά.

paramythi-to koritsaki me ta spirta

Στο φως του φανοστάτη του γκαζιού οι κούτες με τα γλυκίσματα γίνονταν ακόμα πιο λαχταριστές, ενώ κάπου από το βάθος έφθανε λιγωτική η ευωδιά από τα τσουρέκια. Ξαφνικά, η ψημένη χήνα πήδησε από την πιατέλα και κύλησε στο πάτωμα, με το πιρούνι και το μαχαίρι καρφωμένα απάνω της. Κύλησε ως εκεί που καθότανε το φτωχό κοριτσάκι. Αλλά μόλις αυτό άπλωσε το λιγνό χεράκι της να την πιάσει το σπίρτο έσβησε και, μπροστά στη μικρούλα, ορθώθηκε πάλι ο χοντρός και κρύος τοίχος των σπιτιών, ενώ το ξυλαράκι του σπίρτου στο παγωμένο χέρι της μικρούλας απέμεινε μαύρο, καρβουνιασμένο.

Χωρίς χρονοτριβή, το κοριτσάκι πήρε ένα ακόμα σπίρτο και το άναψε με λαχτάρα. Και η μαγική του φλόγα φώτισε για λίγο άλλη μια οπτασία. Στην έρημη πλατεία της πόλης υψώθηκε ξαφνικά ένα τεράστιο καταπράσινο και φουντωτό έλατο. Επάνω στα κλωνιά του άστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια και στο φως τους οι βελόνες του δέντρου έλαμπαν. Γιρλάντες απλώνονταν με χάρη στα κλαριά και χρωματιστές μπαλίτσες ιρίδιζαν στο μισόφωτο. Εδώ κι εκεί μικρά δωράκια, τυλιγμένα σε γυαλιστερό χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν να απλώσεις το χέρι και να τα πάρεις… Ήτανε πιο μεγάλο και πιο πλούσια στολισμένο, από κείνο που είχε δει, τα περασμένα Χριστούγεννα μέσα από τη τζαμένια πόρτα, στο μέγαρο του πλούσιου εμπόρου. Χίλια κεράκια ήταν αναμμένα πάνω στα πράσινα κλαδιά του και κάτι πολύχρωμες εικόνες, σαν εκείνες που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, θαρρείς και της χαμογελούσαν. Το φτωχό κοριτσάκι σήκωσε τα δυο του χεράκια να πάρει κι αυτή ένα δώρο, το πιο μικρό και ταπεινό. Μα τότε ξαφνικά το χριστουγεννιάτικο δέντρο άρχισε να ανεβαίνει προς τον ουρανό, ώσπου η μικρή είδε πως αυτά που νόμιζε ότι ήταν κεράκια ήταν στην πραγματικότητα αστέρια. Τότε ένα απ’ αυτά τ’ αστέρια, αφού ταλαντεύτηκε κάμποσο, έπεσε και χάραξε μια φωτεινή γραμμή στον ουρανό. «Κάποιος πεθαίνει» μουρμούρισε το κοριτσάκι. Γιατί η γιαγιά του, που η μικρή αγαπούσε πάρα πολύ, αλλά δεν ζούσε πια, έλεγε συχνά: «’Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχούλα ανεβαίνει στο Θεό».

Το κοριτσάκι δεν άντεξε. Πήρε όλα τα σπίρτα από την ποδιά της και ένα-ένα άρχισε να τα ανάβει. Τότε, τα αναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν από τα παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στο νυχτερινό αγέρα και άρχισαν να διαγράφουν μικρές φωτεινές τροχιές, που σπίθιζαν σαν πυροτεχνήματα ή σαν αναρίθμητα αστεράκια στην ουρά ενός τεράστιου κομήτη. Και σε λίγο ο κομήτης ήρθε και καρφώθηκε στο βελούδινο ουρανό, πελώριος, ολόφωτος, εκτυφλωτικός…!

Το πελώριο αστέρι σιγά-σιγά μεταμορφώθηκε. Το εκτυφλωτικό φως του γέμισε σκιές που πήραν σχήμα και μορφή και ξαφνικά ο κομήτης άλλαξε όψη και έγινε μία γριούλα με τρυφερό πρόσωπο και ζεστό χαμόγελο, με γελαστά μάτια και μία ορθάνοικτη στοργική αγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε εκστατική η μικρούλα, αναγνωρίζοντας, τη σεβάσμια γυναίκα.

«Πολυαγαπημένη μου, γλυκιά γιαγιούλα! Εσύ είσαι, που μου έψηνες πίτες και χίλιες άλλες λιχουδιές, που μου σιγοτραγουδούσες νανουρίσματα και με κοίμιζες με παραμύθια για νεράιδες και ξωτικά, που με σκέπαζες στοργικά κι έγιανες το λαβωμένο γόνατό μου! Μη με αφήσεις μόνη άλλο πια. Πάρε με κοντά σου!».

paramythi-to koritsaki me ta spirta

Και η γιαγιά, σαν όλες τις γιαγιάδες του κόσμου, άνοιξε τη ζεστή αγκαλιά της κι έκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη εγγόνα της. Και όπως τη γλυκοφιλούσε, την πήρε και πέταξαν ψηλά στα ουράνια, πάνω στα σπίτια και στα δέντρα. «Κοίτα!» είπε η γιαγιά. «Κάθε σπιτικό είναι και μια οικογένεια και το κάθε παραθύρι φωτίζει όχι το φως μιας λάμπας, αλλά η αγάπη που ενώνει την οικογένεια. Με την αγάπη μπορείς να φωτίσεις και να ζεστάνεις τον κόσμο όλο! Μη διώξεις ποτέ την καλοσύνη από την καρδιά σου και τότε θα βρίσκεις, μα και θα χαρίζεις πάντα την αγάπη!»…

Σαν ξημέρωσε η Πρωτοχρονιά, οι περαστικοί είδαν απορημένοι μία γλυκιά φτωχοντυμένη παιδούλα να κοιμάται γαλήνια στο πλατύσκαλο ενός σπιτιού απάνω στο χιόνι, τριγυρισμένη από αναρίθμητα καμένα σπίρτα.

Τα μάγουλά της ήταν κόκκινα και φαινόταν σαν να χαμογελούσε. Είχε πεθάνει από το κρύο, τη νύχτα εκείνη, που σ’ άλλα παιδιά είχε φέρει τόση χαρά. «Τι ανοησία!» είπε ένας άκαρδος. «Πώς φαντάστηκε η χαζή πως θα ζεσταινόταν με τα σπίρτα!»

«Καημενούλα!», είπε ένας περαστικός. «Προσπαθούσε να ζεσταθεί!».

Άλλοι πάλι έχυσαν δάκρυα πάνω στο φτωχό παιδάκι. Γιατί δεν ήξεραν τι ωραία πράγματα είχε ιδεί τη νύχτα εκείνη, κι ότι όσο κι αν είχε υποφέρει, τώρα όμως ήταν τρισευτυχισμένη στη γλυκιά αγκαλιά της γιαγιάς της… βρισκόταν ήδη πολύ μακριά, κάπου όπου δεν υπάρχει κρύο, πείνα και πόνος.

video-iconVideo 1o: Hans Christian Andersen «Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα» … με την Ελένη Τσαλιγοπούλου (Απαγγελία της Ελένης Τσαλιγοπούλου παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν από τη μουσική έκδοση “Παραμύθια δίχως Τέλος ΙΙ”)

video-iconVideo 2o: Το κοριτσάκι με τα σπίρτα – Χανς Κρίστιαν Άντερσεν – (Full Movie)

Στα βιβλιοπωλεία θα βρείτε το παραμύθι αυτό από πολλές εκδόσεις, όπως για παράδειγμα:

  1. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, Με αφήγηση – Εκδόσεις Ψυχογιός

paramythi-to koritsaki me ta spirta

  1. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα – Εκδόσεις Κέδρος
  2. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα – Εκδόσεις Μίνωας

κι άλλες πολλές!

ParentsGo

Το ParentsGo είναι ένας χώρος για γονείς κι εκπαιδευτικούς με πλούσιο επιμορφωτικό, ενημερωτικό και διασκεδαστικό υλικό. Στο ParentsGo γονείς κι εκπαιδευτικοί μπορούν να ενημερώνονται για ότι αφορά τα παιδιά και να συμμετέχουν κι αυτοί στέλνοντας δικές τους ιδέες και θέματα επίκαιρα και σχετικά πάντα με τον κόσμο του παιδιού.

Διαφήμιση

Κοινοποίηση

Το ParentsGo είναι ένας χώρος για γονείς κι εκπαιδευτικούς με πλούσιο επιμορφωτικό, ενημερωτικό και διασκεδαστικό υλικό. Στο ParentsGo γονείς κι εκπαιδευτικοί μπορούν να ενημερώνονται για ότι αφορά τα παιδιά και να συμμετέχουν κι αυτοί στέλνοντας δικές τους ιδέες και θέματα επίκαιρα και σχετικά πάντα με τον κόσμο του παιδιού.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Παρόμοια άρθρα

Ακολουθήστε μας

Βρείτε μας στα παρακάτω social media και μείνετε ενημερωμένοι!

Δημοφιλή άρθρα

Πρόσφατα άρθρα

Scroll to Top